- χρησιμώτερος
- χρήσιμοςusefulmasc nom comp sgχρήσιμοςusefulmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικοδομικός — ή, ό (Α οἰκοδομικός, ή, όν) [οικοδόμος (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.) 2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για… … Dictionary of Greek
ολόσχοινος — ο (Α ὁλόσχοινος) είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.) αρχ. 1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, ον ο κατασκευασμένος από λυγαριά 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
ՊԻՏԱՆԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0650 Chronological Sequence: Early classical, 11c ա. χρησιμώτερος utilior. Առաւել պիտանի. *Քան զորս պիտանագոյն ինչ չիք ʼի կեանս մարդկան. Իմաստ. ՟Ը. 7: *Յայնժամ (երեւեսցին նոքա) պիտանագոյնք յամենայն գործս աշխարհի, ʼի մանկութեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)